- εὔχαρι
- εὔχαριςcharmingmasc/fem voc sgεὔχαριςcharmingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύχαρις — ι (ΑΜ εὔχαρις, ι) αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις νεοελλ. βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών αρχ. 1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης) ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος 2. (για τόπους) ευάρεστος 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՇԱՃՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c գ. τὸ εὕχαρι . որպէս Վայելչութիւն. բարեյարմարութիւն. գեղեցկութիւն. *Բազմութիւն պատրեալ վասն պատշաճողութեան գործոյն. Իմ. ՟Ծ՟Դ. 20: *Առնէ նաւակատիս՝ աստուածային գոգցես պատշաճողութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)